- πατρικός
- -ή, -ό / πατρικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, αιολ. τ. πάτριχος Α [πατήρ, πατρός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πατέρα (α. «πατρικό φίλτρο» β. «πατρική πρόσταξις», Αριστοτ.)2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πατέρες, στους προγόνους, προγονικός, πατρογονικός (α. «πατρικό σπίτι», β. «πατρικαὶ ἀρεταί», Θουκ.)3. αυτός που προέρχεται από τους πατέρες, από τους προγόνους, κληρονομικός, πατροπαράδοτος (α. «πατρικοί φίλοι» β. «ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος», Αριστοφ.)4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πατρικάη κληρονομιά που προέρχεται από τον πατέρα, η περιουσία που κληρονομήθηκε από τον πατέρανεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το πατρικότο πατρικό σπίτι που προέρχεται από κληρονομία τού πατέρα2. (νομ.) φρ. «πατρική εξουσία» — το εξουσιαστικό δικαίωμα τού πατέρα πάνω στα παιδιά του, που κατά το παλαιό ρωμαϊκό δίκαιο ήταν απεριόριστο, κατόπιν περιορίστηκε από τη νομοθεσία τού Ιουστινιανού και έχει γίνει υποτυπώδες κατά το δίκαιο που ισχύει σήμερανεοελλ.-αρχ.μτφ. ο τόσο στοργικός και γεμάτος ενδιαφέρον ώστε να μοιάζει ότι προέρχεται από πατέρα (α. «πατρική στοργή τού διευθυντή» β. «πατρικὴ καὶ συγγενικὴ αἵρεσις», Πολ.)αρχ.1. το θηλ. ως ουσ. ἡ πατρική(ενν. οὐσία) η πατρική κληρονομιάβ. γραμμ. η γενική πτώση2. φρ. «εἰς τὸ πατρικόν» — με κληρονομικό δικαίωμα.επίρρ...πατρικά και πατρικώς / πατρικῶς ΝΜΑμε πατρικό τρόπο, σαν πατέρας, πατρικά, με πατρικό ενδιαφέρον και στοργήμσν.με το κύρος τών Πατέρων τής Εκκλησίας.
Dictionary of Greek. 2013.